«Αυτισμός, υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, καθυστέρηση λόγου, δυσλεξία, μαθησιακές δυσκολίες…» ορισμοί και διαγνώσεις που ακούγοται όλοένα και πιο συχνά. Ο σύγχρονος γονέας έχει την δυνατότητα να ακούει, να γνωρίζει και να ενημερώνεται για πολλές από τις δυσκολίες που μπορεί να εμφανίζει ένα παιδί στην παιδική του ηλικία.
Η προσβασιμότητα στον διαδικτυακό χώρο και η ευκολία της ενημέρωσης, καθώς και η όλοένα μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δίνει την ευκαιρία στην “γονεική κοινότητα” να αναζητεί και να μαθαίνει. Αυτή όμως η υπερπληροφόρηση πολλές φορές έρχεται να λειτουργήσει ως ένας σημαντικός παράγοντας ανησυχίας για έναν γονέα. Καθώς βρίσκεται βομβαρδισμένος από όλες αυτές τις “ταμπέλες” που απειλούν να χαρακτηρίσουν το παιδί του, μπορεί να οδηγηθεί σε μια κατάσταση συνεχώμενης επαγρύπνησης και επιφυλακής.
Είναι όμως ιδιαίτερα κρίσιμο το ερώτημα «πότε πρέπει να ανησυχήσει πραγματικά ένας γονέας»; Η μη έγκυρη πληροφόρηση και η μεγάλη ευκολία χρήσης τέτοιων ορισμών δεν οδηγούν πάντα σε «νηφάλιες» κινήσεις και δυστυχώς το παιδί είναι ο δέκτης όλης αυτής της στρεσσογόνας κατάστασης. Οι παραπάνω ορισμοί αποτελούν πράγματι υπαρκτές διαγνώσεις που αφορούν αρκετά παιδιά και συνήθως εντοπίζονται στην προσχολική ηλικία. Ο γονέας και ο δάσκαλος συνήθως παρατηρούν κάποιες συμπεριφορές στο παιδί, οι οποίες πιθανόν να αποκλίνουν από τον μέσο όρο και να χαρακτηρισθούν ως «παθολογικές». Συχνά όμως αυτός ο χαρακτηρισμός τείνει να ομαδοποιεί τα παιδιά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ποικίλους παράγοντες όπως την ηλικία, το φύλο, το κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον, τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, καθώς και την σοβαρότητα, τη διάρκεια και την συχνότητα των συμπτωμάτων.
Σημαντική προϋπόθεση για μία πληρέστερη κατανόηση κάποιας «αποκλίνουσας» ή «παθολογικής» συμπεριφοράς, είναι να γνωρίζει κανείς την αναμενόμενη συμπεριφορά σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο (στη βρεφική, νηπιακή και παιδική ηλικία). Παρ’όλο που τα αναπτυξιακά στάδια είναι σχετικά αυθαίρετα, προσφέρονται ως ένας γενικός οδηγός για την κατανόηση της τυπικής πορείας και ανάπτυξης σε διάφορους τομείς της λειτουργικότητας του παιδιού.
Από την γέννηση ακόμα είναι σημαντικό τα παιδιά να αποκτούν τις αναμενόμενες για την ηλικία τους δεξιότητες, είτε αυτές αναφέρονται στην στατικοκινητική τους ανάπτυξη, είτε αυτές αφορούν την ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιοι τομείς: αδρή κινητικότητα, λεπτές κινητικές δεξιότητες, οπτική αντίληψη, λεκτική αντίληψη, λεκτική έκφραση, γνωστικές δεξιότητες, κοινωνικότητα, προσαρμοστικές δεξιότητες, αυτοϋπηρέτηση. Ωστόσο, τα αναπτυξιακά ορόσημα δεν κατακτώνται από όλα τα παιδιά με την ίδια ακρίβεια. Η ανάπτυξη του κάθε παιδιού είναι μοναδική και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.
Όταν ένας γονέας ή εκπαιδευτικός ανησυχήσει για κάτι, θα πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό για μια επιστημονική και αναλυτική αξιολόγηση. Ένας αναπτυξιολόγος ή ένας παιδοψυχίατρος είναι αυτός που μπορεί να κάνει μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή εκτίμηση του παιδιού. Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο γονέας είτε θα καθησυχαστεί, είτε θα καθοδηγηθεί κατάλληλα. Εφόσον ο ειδικός ανιχνεύσει αποκλίσεις από την τυπική ανάπτυξη, είναι σημαντική η παραπομπή σε αντίστοιχες ειδικότητες (λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, παιδοψυχολόγο, ειδικό παιδαγωγό ή φυσιοθεραπευτή), όπου θα σχεδιαστεί εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης με στόχο την εξέλιξη και βελτίωση του παιδιού στις αποκλίνουσες περιοχές.
Εξάρχου Καρολίνα, BSc Hons in Logopedics, Λογοθεραπεύτρια- Certificated S.O.S feeder
Χαρίση Αμαλία, MSc in Child & Adolescent Psychology, Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια